- περιφραστικός
- η , ό[ν] описательный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιφραστικός — ή, ό / περιφραστικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιφράζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίφραση, αυτός που διατυπώνεται με περίφραση νεοελλ. φρ. «περιφραστικοί τύποι τού ρήματος» οι τύποι κυρίως τών συντελικών χρόνων που σχηματίζονται με τύπους τών… … Dictionary of Greek
περιφραστικός — ή, ό 1. αυτός που διατυπώνεται με περίφραση: Περιφραστικός τύπος ρήματος. 2. αυτός που συνηθίζει να μιλά με περιφράσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιφραστικώτερον — περιφραστικός periphrastic adverbial comp περιφραστικός periphrastic masc acc comp sg περιφραστικός periphrastic neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφραστικόν — περιφραστικός periphrastic masc acc sg περιφραστικός periphrastic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφραστικοῦ — περιφραστικός periphrastic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφραστική — περιφραστικός periphrastic fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφραστικῶς — περιφραστικός periphrastic adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφραστικῷ — περιφραστικός periphrastic masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφραστικώς — περιφραστικός periphrastic masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
perifrástico — ► adjetivo LINGÜÍSTICA De la perífrasis. * * * perifrástico, a (del gr. «periphrastikós») 1 adj. De [la] perífrasis. 2 Gram. Se aplica a las expresiones pluriverbales equivalentes de una palabra: en vez de «sacrificarse», «hacer un sacrificio»;… … Enciclopedia Universal
υπερσυντέλικος — ο / ὑπερσυντέλικος, ΝΜΑ, και ως επίθ. ὑπερσυντελικός, ή, όν, Α γραμμ. (με ή χωρίς τη λ. χρόνος) μονολεκτικός ή περιφραστικός χρόνος ρήματος που δηλώνει πράξη συντελεσμένη στο παρελθόν πριν από μία άλλη επίσης ολοκληρωμένη, όπως λ.χ. είχα διαβάσει … Dictionary of Greek